ἀρέσκειαι

ἀρέσκειαι
ἀρέσκεια
obsequiousness
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρέσκεια — η (AM ἀρέσκεια) ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση αρχ. 1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια 2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον 3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά 4. αἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”